ἀλάβης (2)

ἀλάβης (2)
ἀλ(λ)άβης
See also: ἔλοψ
Page in Frisk: --

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλαβής — ές [λαβή] αυτός που δεν έχει λαβή …   Dictionary of Greek

  • λεβίας — λεβίας, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ίας* (πρβλ. ξιφ ίας) και, κατά μία άποψη, συνδέεται με το αιγυπτ. ἀλάβης, είδος ψαριού] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”